- ἀσύφη
- ἀσύφη, ἡ, a kind of κασία, Peripl.M.Rubr.12, Dsc.1.13 (A v.l. ἀσυφήμων).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀσύφη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)